- ἀμφιμάρπτω
- ἀμφιμάρπτω, only in [tense] pf. -μέμαρπα (A
-μέμαρφα Q.S.3.614
), grasp all round, handle, A.R.3.147, Opp.H.5.636.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
-μέμαρφα Q.S.3.614
), grasp all round, handle, A.R.3.147, Opp.H.5.636.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αμφιμάρπτω — ἀμφιμάρπτω (Α) (μόνο στον πρκμ. ἀμφιμέμαρπα) αρπάζω, πιάνω από παντού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι* + μάρπτω] … Dictionary of Greek
αμφ(ι)- — Γλωσσ. α συνθετικό λέξεων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής καθώς και επιστημονικών όρων, με μεγάλη παραγωγικότητα. Προέρχεται από την αρχαία λέξη ἀμφί, που λειτουργεί ως πρόθεση και επίρρημα. Κατά τη σύνθεση, το τελικό φωνήεν ι άλλοτε… … Dictionary of Greek